11/2/18

Επανεκκίνηση του Καρυωτάκη

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

Βαγγέλης Γκόκας, Οι ανάσες στο μυαλό μου (λεπτομέρεια)


Κ. Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ, Ποιήματα και πεζά, επιμέλεια Δημήτρης Δημηρούλης, εκδόσεις Gutenberg, σελ. 760

Η εκδοτική διαδρομή του καρυωτακικού έργου απογράφεται σε τρεις σταθμούς: έχουμε τις ποιητικές συλλογές που δημοσίευσε ο ίδιος ο ποιητής μέχρι το 1927, ακολουθούν τα Άπαντα, του 1938, που επιμελήθηκαν οι Χαρίλαος Σακελλαριάδης, Κλέων Παράσχος και Τέλλος Άγρας, και, τέλος τις -πληρέστερες- εκδόσεις του Γ. Π. Σαββίδη, από το 1965 και μετά, που καταλήγουν στον μικρόσχημο τόμο των εκδόσεων «Ερμής», Ποιήματα και πεζά, ο οποίος συνεχίζει μέχρι σήμερα (πλέον στις εκδόσεις της «Εστίας») να αποτελεί ταυτόχρονα την πιο διαδεδομένη φιλολογική και χρηστική έκδοση του έργου του ποιητή.
Η έκδοση του Σαββίδη, παρά την αναμφισβήτητη χρηστικότητά της, έχει σοβαρά φιλολογικά προβλήματα, που αφορούν παρεμβάσεις πάνω στη γλώσσα, ακόμα και στη στιχουργική μορφή των ποιημάτων. Τα προβλήματα αυτά πρώτος τα είχε εντοπίσει ο Ηλίας Λάγιος, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, αντιπαραβάλλοντας τα ποιήματα στη μορφή που τα δημοσίευσε ο ίδιος ο ποιητής, αλλά τότε δεν κατέστη δυνατή μια καινούρια έκδοση, που θα αποκαθιστούσε το σώμα των κειμένων (Για περισσότερα, βλ. στον τόμο Για τον Ηλία Λάγιο, εκδόσεις Ερατώ, 2005, κείμενα Κ. Βούλγαρη και Χρ. Ντουνιά).
Ο ανά χείρας στιβαρός τόμος, με την, παροιμιώδη πλέον, φροντίδα των εκδόσεων Gutenberg, μας δίνει τα ποιήματα του Καρυωτάκη όχι σε κάποια «αυθεντική» μορφή τους (τέτοια δεν υπάρχει), αλλά με έναν τρόπο που μας δείχνει τη διακύμανση της κειμενικής μορφής τους, π.χ. από το πώς ακριβώς δημοσιεύθηκαν σε κάποιο περιοδικό και πώς περιελήφθησαν σε μία συλλογή του. Διακύμανση κρίσιμη για έναν ποιητή σαν τον Καρυωτάκη, που βρίσκεται στη δίνη του γλωσσικού ζητήματος και ταυτόχρονα στη δίνη της μετάβασης σε νέες στιχοποιητικές μορφές. Με αυτή την έννοια, η δουλειά που κάνει εδώ ο Δημηρούλης υπερβαίνει κατά πολύ την έννοια της «αποκατάστασης», αφού και η παραμικρή γλωσσική και στιχοποιητική επιλογή του Καρυωτάκη, η παραμικρή αλλαγή του ποιήματος από δημοσίευση σε δημοσίευση, συμπυκνώνει τις δύο μεγάλες αυτές εντάσεις, δηλαδή ολόκληρη την εποχή του, και μας δείχνει τον τρόπο που ο ποιητής ορίζεται μέσα σε αυτές, ακόμα και τη διαδικασία ωρίμανσής του. Άρα, δεν μιλάμε απλώς για μια «συνεπέστερη» φιλολογική έκδοση, αλλά για μια άλλη εικόνα των κειμένων και του ποιητή.

Επιπλέον, η έκδοση του Δημηρούλη είναι εμφανώς πληρέστερη από εκείνη του Σαββίδη, καθώς περιλαμβάνει ποιήματα που δεν εντάχθηκαν στις συλλογές του ποιητή, μη λογοτεχνικά πεζά κείμενά του, τις επιστολές του, καθώς και εμπλουτισμένο ουσιωδώς το κεφάλαιο «Κρίσεις για το έργο του».
Η τρίτη σημαντική συνεισφορά της ανά χείρας έκδοσης αφορά την κριτική τοποθέτηση του Καρυωτάκη. Μέχρι σήμερα παρέμενε αδιερεύνητο το ερώτημα που κατέτρεχε κάθε κριτική προσπάθεια: πώς ένας ποιητής, με την ίδια πάνω κάτω γλώσσα και ποιητική εκφορά με τους συγκαιρινούς του, με τα ίδια ποιητικά πρότυπα και διαβάσματα (κυρίως γαλλική ποίηση του 19ου αιώνα), μας δίνει μια ποίηση που μοιάζει εντυπωσιακά με αυτή των συγχρόνων του, αλλά ταυτόχρονα διαφέρει ριζικά από τη δική τους; Ακόμα και τα πιο εμφανή χαρακτηριστικά τής καρυωτακικής ποίησης δεν είναι αποκλειστικότητά της, όπως π.χ. ο συμβολισμός, το spleen, η κοινωνική κριτική. Από πού αρδεύεται λοιπόν αυτή η ποίηση, αυτή η διαφορά; Και όμως, δεν έχουμε να κάνουμε με διαφορετικές αφετηρίες, δεν διαβάζει διαφορετικά κείμενα ο Καρυωτάκης, ούτε βέβαια παρθενογεννάται, αλλά διαβάζει με διαφορετικό τρόπο τα ίδια κείμενα που διαβάζουν όλοι στην εποχή του.
Κεντρική θέση στις αφετηρίες του και στις επιδράσεις του κατέχει ο Μπωντλαίρ. Άσημος και αποδιοπομπαίος στα μέσα του 19ου αιώνα, ποιητικό πρότυπο και προϋπόθεση για την παγκόσμια ποίηση στα τέλη του ίδιου αιώνα, στα καθ’ ημάς παραμένει «μη προϋποθέσιμος» σχεδόν μέχρι τη δεκαετία του 1920 (στην ουσία μέχρι και σήμερα, αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση). Ακόμα και σε αυτή τη δεκαετία όμως, παρά την ενασχόληση με το έργο του, παρότι το μπωντλερικό spleen αποτελεί μέρος της κοινόλεκτης λογοτεχνικής ορολογίας της εποχής, η πρόσληψή του παραμένει επιλεκτική, το έργο του δεν έχει εμπεδωθεί στα καθ’ ημάς, ως ένας σημαντικός σταθμός της παγκόσμιας ποιητικής διαδρομής. Και ο ίδιος ο Καρυωτάκης δεν είναι ο συστηματικότερος γνώστης ή μεταφραστής του Μπωντλαίρ, και αυτός τον διαβάζει επιλεκτικά, όμως βρίσκει στον Γάλλο ποιητικό του πρόγονο ένα κρίσιμο έρεισμα, το οποίο γονιμοποιεί τη δικιά του ποιητική διάθεση, αλλά φωτίζει μοναδικά και τον ίδιο τον Μπωντλαίρ: «ως ηθοποιό που παριστάνει τον ήρωα». Πρόκειται βέβαια για τη γνωστή φράση του Βάλτερ Μπένγιαμιν, την οποία επιλέγει ο Δημηρούλης για να ορίσει την ποιητική περσόνα που φτιάχνει ο Καρυωτάκης, κατά τη γνώμη μου με τρόπο ιδιαίτερα πετυχημένο.
Έτσι όμως φθάνουμε σε ένα επόμενο μεγάλο ζήτημα της καρυωτακικής φιλολογίας και κριτικής, που είναι η ταύτιση βίου και έργου, η οποία επικυρώθηκε αναπόδραστα από την αυτοκτονία του ποιητή. Γιατί αυτή η ποιητική περσόνα του Καρυωτάκη, «ο ηθοποιός που παριστάνει τον ήρωα», θα ήταν μια απλή πόζα, προσωπική, θεματολογική ή φιλολογική, αν δεν ήταν ο τρόπος με τον οποίο συνέθεσε την ποιητική του, τη διαφορά του από τους ποιητικούς τρόπους της εποχής.
Στην πρώτη του συλλογή, Ο πόνος των ανθρώπων και των πραμάτων (1919) μετέρχεται τρόπους της ποίησης της εποχής του, δοκιμάζοντας τη φωνή του, σε τόνους πολύ συγγενικούς π.χ. με αυτούς του Κώστα Ουράνη, με προεξάρχουσα την αποστασιοποιημένη (αριστοκρατική στον Ουράνη) μελαγχολία και ανία. Όμως, ήδη στη δεύτερη συλλογή του, Νηπενθή (1921), προτάσσει μια πεζή μετάφραση του ποιήματος «Le voix» του Μπωντλαίρ, όπου και η φράση: «Πίσω από τις σκηνοθεσίες της απεράντου υπάρξεως, στο μελανότερο της αβύσσου, βλέπω καθαρά κόσμους παράξενους, και, θύμα εκστατικό της οξυδέρκειάς μου, σέρνω φίδια που μου δαγκώνουν τα πόδια». Εδώ, η μελαγχολία παύει να είναι προσωπικό στιγμιότυπο ή ανώδυνος σχολιασμός της εποχής. Η αίσθηση της πραγματικότητας μετατρέπεται σε αφετηρία της προσωπικής του περσόνας. Έτσι, σε αυτή τη συλλογή, έχουμε τις πρώτες «πράξεις» της εν λόγω περσόνας, με ποιήματα όπως τα «Δον Κιχώτες» και «Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων». Ενώ στα ποιήματα που γράφει μετά το 1921, τα οποία θα αποτελέσουν την τρίτη του συλλογή, Ελεγεία και σάτιρες (1927), αυτή η ποιητική περσόνα ξεδιπλώνει όλες τις πτυχές της, αναπτύσσει όλη τη δυναμική της.
Σημειώνω κάποια από τα στοιχεία της: Αποδομεί, βίαια και άτεγκτα, όλη τη φαντασιακή συνθήκη της κοινωνικής αποστολής του ποιητή, καθώς και η μεταφυσική πίστη του στον ρόλο και στην αναγνώρισή του. Διανοείται πολύ σοβαρά πάνω στις κοινωνιστικές θεωρίες της εποχής, δείχνοντας τα όριά τους. Σωματοποιεί το υπαρξιακό και κοινωνικό αδιέξοδο. «Ξεχαρβαλώνει» την εύτακτη ακολουθία της στιχοποιητικής μορφής. Ειρωνεύεται τη μεταφυσική αγωνία. Αποδομεί την εθνική αφήγηση, σε κρίσιμους αρμούς της, όπως είναι τα ηρωϊκά στερεότυπα, η αναβίωση του αρχαίου πνεύματος, η μεταφυσική της ιστορίας. Ασκεί ανελέητη κριτική στα στερεότυπα που συνθέτουν την κοινωνική και οικογενειακή αστική ζωή. Αποδομεί την αυτάρεσκη βεβαιότητα της «υψηλής τέχνης». Εντάσσει και τις («μη πιστές») μεταφράσεις του στο σώμα του έργου του, τις οικειοποιείται. Για να καταλήξει, στην προτελευταία σελίδα της συλλογής Ελεγεία και σάτιρες, στη μετάφραση του μπλωντλερικού ποιήματος «Spleen», που τώρα φωτίζεται με όσα έχουν προηγηθεί, ως σύνοψη/κατάληξή τους.
Να προσθέσουμε την έκθεσή του στον δημόσιο χώρο ως μαχόμενος πολίτης, τα τελευταία κείμενά του, όπου περνά στην πεζογραφία, απομυθοποιώτας την πρωτοκαθεδρία και τη μοναδική ιερότητα της ποίησης, αλλά και δοκιμάζει τρόπους του παραλόγου, της επιστημονικής φαντασίας και του εξπρεσιονισμού, κείμενα που δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι εδώ δεν πρόκειται για πόζα αλλά για μια κοινωνική και ποιητική ταυτότητα της περσόνας του, η οποία αντιπαρατίθεται σε όλη την κοινωνική και λογοτεχνική τάξη, και τέλος την ύστατη χειρονομία της Πρέβεζας, ως πράξη πλήρους απορρόφησης του προσώπου από την ποιητική του περσόνα.
Και έτσι φθάνουμε στη διαφορετική ποιητική του. Όπως σημειώνει ο Δημηρούλης: «Σε καθαρά τεχνικό επίπεδο το απήχημα του βιώματος στη μορφή επιφέρει μεταβολές στη φράση του ποιήματος, δηλαδή στη γλώσσα, στον ρυθμό, στο μέτρο, στη θεματική, αλλά και στο συγκινησιακό φορτίο που διοχετεύεται στην αναζήτηση της διαφοράς».
Τι συνιστά αυτή η διαφορά του Καρυωτάκη, με αισθητικούς όρους; Εδώ, το κρίσιμο ζήτημα υπάγεται στην περιγραφή που ακούει στο όνομα «ελληνικός μοντερνισμός». Ο Δημηρούλης σωστά επισημαίνει την απώθηση του Καρυωτάκη, ακριβώς από αυτό το πλαίσιο, μαζί με τον Καβάφη, εκ μέρους εκείνων που διεκδίκησαν την «αντιπροσωπεία» του όρου, δηλαδή τη γενιά του ’30. Βεβαίως δεν είναι μόνο αυτοί οι δύο εξοβελιστέοι από το μοντερνιστικό αυτοαφήγημα, αλλά και ο Βάρναλης, καθώς και άλλες περιπτώσεις της δεκαετίας του 1920, λιγότερο ή περισσότερο σημαντικές, όπως ο Παπατσώνης κλπ.
Ο Δημηρούλης ελέγχει αυτή την απώθηση ως προς τις προθέσεις της, ελέγχει και τα μέσα της, δηλαδή την αναγόρευση της τυπολογίας της στιχουργικής του ποιήματος (ελεύθερος στίχος) σε μοναδικό κριτήριο, εν απουσία ακόμα και των υπολοίπων στοιχείων που συνιστούν τη στιχοποιητική του, απαντά, συνεκδοχικά, και καταφατικά, στο ερώτημα αν ο Καρυωτάκης εγγράφεται στον ελληνικό μοντερνισμό.
Ποιο είναι όμως το κριτήριο; Με βάση την Εισαγωγή του Δημηρούλη, είναι νομίζω σωστό να εστιάσουμε στην αναγνωστική συνθήκη. Η διάρκεια του Καρυωτάκη (αλλά και του Καβάφη και του Βάρναλη) μέσα σε ποια αναγνωστική σχέση αρθρώνεται; Νομίζω με βάση το βίωμα του ανθρώπου του 20ού αιώνα. Με αυτό το βίωμα μάλιστα ταυτίζεται, και αναπτύσσεται μια εξόχως προσωπική σχέση εκ μέρους των αναγνωστών. Όμως, το βίωμα περιλαμβάνει και τους τρόπους εγγραφής του, ήτοι τον «ρυθμό» του κόσμου στον οποίο αναπτύσσεται. Αλλά ο ρυθμός του κόσμου της καρυωτακικής ποίησης δεν αντιστοιχεί στον παλαμικό κόσμο, στην «αστικοτσιφλικάδικη» εποχή. Υπερβαίνει αυτόν τον κόσμο, μέσω της διαφοράς του. Είναι εκείνο που έλεγε παραπάνω ο Δημηρούλης, αντεστραμμένο τώρα από την πλευρά του αναγνώστη: «το απήχημα του βιώματος στη μορφή επιφέρει μεταβολές στη φράση του ποιήματος, δηλαδή στη γλώσσα, στον ρυθμό, στο μέτρο, στη θεματική, αλλά και στο συγκινησιακό φορτίο».
Εδώ λοιπόν δεν πρόκειται για την αναγνωστική πρόσβαση, απόλαυση και σχέση με κάθε κλασικό έργο, που αυτόχρημα υπερβαίνει την εποχή του, όπως είναι π.χ. εκείνο του Σολωμού και του Κάλβου. Εκεί, γνωρίζουμε ότι η στιχοποιητική φόρμα των ποιημάτων υπάγεται στην εποχή της συγγραφής τους, όμως επικοινωνούμε με το υπόλοιπο ποιητικό τους φορτίο, το οποίο όντως υπερβαίνει την εποχή του. Εδώ, αντίθετα, έχουμε να κάνουμε με την ταύτιση του βιώματος.
Το ίδιο πρόβλημα περιοδολόγησης υπάρχει για τα κινήματα του μοντερνισμού, που όλοι ξέρουμε ότι εμφανίστηκαν με ιδιαίτερη ένταση και προγραμματικές αξιώσεις στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Μπορούμε όμως να αγνοήσουμε τον Σεζάν; Πόσω μάλιστα, όταν αρκετά από αυτά τα κινήματα ομνύουν στο έργο του Σεζάν. Μήπως θα έπρεπε να κάνουμε λόγο για προδρομικές εμφανίσεις; Μήπως όμως έτσι θα χαρίζαμε τη στιγμή της «πραγμάτωσης» στους επιγόνους; Δύσκολα ερωτήματα, τα οποία δεν έχουν απαντηθεί, και δεν μπορούν να απαντηθούν με τρόπο τελεσίδικο, αλλά υπάγονται στις μεθοδολογικές παραμέτρους της κάθε προσέγγισης, οι οποίες είναι καθ’ όλα θεμιτές, όπως φυσικά η προκείμενη του Δημηρούλη. Παρ’ όλα αυτά, τα ερωτήματα παραμένουν. Και επειδή και ο κρίνων κρίνεται, υποχρεούμαι να, αναφέρω έστω, το δικό μου κριτήριο. Και αυτό είναι το κοσμοείδωλο το οποίο προκύπτει ως πρόταγμα από κάθε ισχυρή ποιητική, μέσα από τα στοιχεία που τη συνέχουν. Νομίζω λοιπόν ότι μια σειρά από ποιητικές, όπως αυτή του Καρυωτάκη, υπερβαίνουν το κυρίαρχο μέχρι τότε παλαμικό κοσμοείδωλο, ανοίγοντας μια νέα περιοχή, την περιοχή του μοντερνισμού.
Έτσι, δεν έχει σημασία η ακριβής τυπολόγηση της κάθε περίπτωσης, ως προδρομικής, ως ατελούς, κλπ, όσο η συμπερίληψή της ή όχι στο πεδίο που ορίζεται από τον όρο «ελληνικός μοντερνισμός», μια συμπερίληψη που εξάλλου νοηματοδοτεί διαφορετικά την κάθε περίπτωση και την τυπολόγησή της. Και, νομίζω ότι αυτή η συμπερίληψη προκύπτει από την «Εισαγωγή» του Δημηρούλη. Είμαι δε σίγουρος, ότι σε μια αντίστοιχη μελέτη του ο Καρυωτάκης θα περιλαμβάνεται αυτονοήτως.
Απομένει η αναγνωστική υποδοχή του βιβλίου, ιδιαίτερα από τους πολυπληθείς νεώτερους ποιητές. Πάντως, η «Εισαγωγή» του Δημηρούλη τέμνεται με τις σύγχρονες θεωρητικές αναζητήσεις, αφαιρώντας την πατίνα του χρόνου που έφερε πια η αντίστοιχη του Σαββίδη, ωθώντας τον Καρυωτάκη στην περιοχή της (πρόσφατης έστω) παράδοσης. Τώρα λοιπόν έχουμε να κάνουμε με μια επανεκκίνηση, με έναν Καρυωτάκη παρουσιασμένο με σύγχρονους όρους. Τι θα γονιμοποιήσει, ποιητικά και κριτικά, αυτή η έκδοση; Ίδωμεν.

Δεν υπάρχουν σχόλια: