22/10/17

Τέχνη και πολιτισμός σε μια χώρα της περιφέρειας

ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΟΥΛΓΑΡΗ

[Εισήγηση στην ημερίδα «Ο δυτικός και οι λαϊκοί πολιτισμοί», που έλαβε χώρα στο Γκάζι, και διοργανώθηκε από την «Οργάνωση Γη», στις 18/10]
Με βάση τον τίτλο της ημερίδας, εγκαλούμαι να μιλήσω ως πολίτης. Και ως «ενημερωμένος πολίτης» είναι βέβαια πολύ εύκολο να ξιφουλκήσω κατά του κυρίαρχου δυτικού πολιτισμού, που απομυζά και εν τέλει εξαφανίζει τους κυριαρχούμενους, και αυτόχρημα λαϊκούς, πολιτισμούς, επιβάλλοντας τα δικά του πρότυπα.
Δεν θα το κάνω. Γιατί πιστεύω ότι αν έμπαινα στη συζήτηση από μια τέτοια θέση, τη θέση του πολίτη, αναγκαστικά θα μιλούσα με όρους εξουσίας, μεταξύ πολιτισμών και κρατών, και θα κατέληγα, νομίζω αναπόδραστα, σε κάποια εκδοχή του αντιστασιακού λυρισμού. Δηλαδή, θα κατέληγα να παρακάμψω το κύριο ζητούμενο, όταν μιλά κανείς από τη θέση του πολίτη, δηλαδή το πολιτικό επίδικο, και θα θρηνούσα για τους λαϊκούς πολιτισμούς που συνθλίβονται και χάνονται. Στο βαθμό όμως που οι κοινωνίες πέραν του δυτικού κόσμου επιλέγουν, ή έστω αποδέχονται, το δυτικό, καπιταλιστικό, οικονομικό και κοινωνικό καθεστώς, κατ’ ανάγκην επιλέγουν και αναπαράγουν τον δυτικό πολιτισμό ως κυρίαρχο, καθώς και, συμπληρωματικά, δικές τους, ιδιαίτερες πολιτισμικές εκφράσεις, συμβατές όμως με το κυρίαρχο πρότυπο. Το ερώτημα της ημερίδας, λοιπόν, όπως τίθεται, είναι ακραιφνώς πολιτικό, και επί αυτού δεν νομίζω ότι θα είχα να πω κάτι πρωτότυπο και ενδιαφέρον. Απλώς, συμπάσχω κι εγώ, υπό την έλλειψη πολιτικού προτάγματος.
Έτσι, θα προτιμήσω να μιλήσω ως συγγραφέας. Και θα αρχίσω αναφερόμενος στη δυτική τέχνη, καθώς και στην τέχνη των κυριαρχούμενων χωρών. Με σκοπό να επισημάνω μια μεγάλη διαφορά: εδώ, τα πράγματα δεν είναι αντίστοιχα.

Μια πρώτη παρατήρηση είναι πως η δυτική τέχνη, καθ’ όλη την περίοδο των νεώτερων χρόνων, έσκυψε, ουσιαστικά, πρώτα απ’ όλα στη λαϊκή τέχνη των ίδιων των δυτικών χωρών, και από εκεί άντλησε τα βασικά της ερείσματα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι τροβαδούροι, πάνω στους οποίους εδράστηκε/ιδρύθηκε ο ποιητικός μοντερνισμός, δηλαδή η ποίηση του Μπωντλαίρ και των συνοδοιπόρων του. Με τον ίδιο τρόπο, αυτή η τέχνη, η τέχνη των νεώτερων χρόνων, πήρε στοιχεία, μοτίβα, εικόνες, από τη λαϊκή τέχνη, γενικότερα από την εικόνα και την εικονοποιία, των κυριαρχούμενων, ακριβέστερα αποικιοκρατούμενων περιοχών. Εύγλωττο παράδειγμα εδώ η ζωγραφική του Γκωγκέν.
Μήπως εδώ υπάρχει κάποιο πρόβλημα; Είναι κακό κάτι τέτοιο; Μήπως, από μόνο του, απαγορεύει την ανάπτυξη εξίσου σημαντικής τέχνης στις χώρες και τις περιοχές που ευρίσκονται έξω από τη δυτική επικράτεια; Νομίζω πως δεν το απαγορεύει. Αν οι έξω από τον δυτικό κόσμο χώρες δεν ανέπτυξαν αξιόλογη τέχνη, αυτό οφείλεται σε μύριους άλλους λόγους, πολύ σημαντικούς και, σε κάθε περίπτωση, πολύ συγκεκριμένους, όχι όμως στο γεγονός ότι η δυτική τέχνη ήταν ισχυρή, ή ότι λεηλάτησε τους καλλιτεχνικούς πόρους αυτών των χωρών.
Ας δούμε το ίδιο ερώτημα από μια άλλη όψη του: η τέχνη σε μια χώρα εκτός του δυτικού πολιτισμού, ή έστω στην περιφέρειά του, μπορεί να καταστεί τέχνη που στέκεται ισότιμα απέναντι στην τέχνη των κυρίαρχων δυτικών χωρών, και μάλιστα αξιοποιώντας στοιχεία από τον αντίστοιχο, δικό της λαϊκό πολιτισμό;
Ναι, αυτό είναι ιστορικά δυνατό. Ως χώρα, διαθέτουμε άλλωστε το δικό μας παράδειγμα. Τον Διονύσιο Σολωμό, έναν ποιητή που στέκεται ισότιμα δίπλα στους ευρωπαίους ρομαντικούς ποιητές της εποχής του, ο οποίος ιδρύει μια εθνική λογοτεχνία, τη νεοελληνική λογοτεχνία, ενσωματώνοντας στη γλώσσα του, στην εικονοποιία του, στον λόγο του, στοιχεία από όλες τις μορφές και εκδοχές της ελληνικής γλώσσας, γραπτής και προφορικής (κρητική παράδοση, επτανησιακό ιδίωμα, βυζαντινή, αττική διάλεκτο, ομηρικά έπη κλπ), δηλαδή στοιχεία απ’ όλα τα πολιτισμικά στρώματα του ελλαδικού χώρου.
Δεν συνέβη, και δεν συμβαίνει βέβαια το ίδιο σε όλες τις χώρες, σε όλα τα έθνη-κράτη. Δεν έφτιαξαν όλα μια δικιά τους εθνική λογοτεχνία, μια δικιά τους εθνική τέχνη, που να μπορεί να στέκεται ισότιμα απέναντι στις όντως μεγάλες δυτικές παραδόσεις (με αυτή την έννοια δεν μπορούν να θεωρηθούν ολοκληρωμένα έθνη-κράτη, αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση).
Ποιο είναι όμως το κριτήριο της ισοτιμίας, ανάμεσα στις εθνικές λογοτεχνίες, ανάμεσα στις εθνικές παραδόσεις των τεχνών; Κατά τη γνώμη μου, μόνο το κριτήριο της μορφής. Η ιστορία των μορφών είναι, τελικά, πολύ ανθεκτικότερη από κάθε άλλη ιστορική αφήγηση των πολιτισμών.
Για παράδειγμα, τώρα που έχει παρέλθει η ιστορική περίοδος κατά την οποία οι ευρωπαίοι θαύμαζαν (και βέβαια διέσωζαν και μελετούσαν...) τα γραπτά μνημεία του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού, αλλά και διά του κλασικισμού μιμούνταν την αρχαία ελληνική τέχνη, τώρα λοιπόν που ο κλασικισμός έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, η αρχαία ελληνική τέχνη διατηρεί την περίοπτη θέση της στην ιστορία της παγκόσμιας τέχνης, αποκλειστικά λόγω της αισθητικής αξίας της.
Βέβαια, στον «ενδιάμεσο χρόνο» τα πράγματα δεν είναι τόσο ιδανικά. Άλλωστε, στη βυζαντινή περίοδο, ιδιαίτερα στους πρώτους αιώνες της, η ελληνική τέχνη ήταν πλήρως απαξιωμένη, συχνά μάλιστα καταστρέφοντο τα μνημεία της. Εκεί, ήταν όντως θέμα κυρίαρχης ιδεολογίας και πολιτιστικής εξουσίας (καθώς κι ένα δείγμα της ποιότητας του εν λόγω πολιτισμού). Πιο κοντά σε εμάς, έχουμε το παράδειγμα της ρώσικης πρωτοπορίας, όπου συνεχώς ανακαλύπτουμε έκπληκτοι νέες εκφάνσεις της, σε σημείο που να αναρωτιόμαστε πια αν ο μοντερνισμός του 20ού αιώνα κατά το μεγαλύτερο μέρος του συνέβη στη Ρωσία, και κατά το έλασσον σε όλες μαζί τις υπόλοιπες δυτικές χώρες.
Ναι, συμφωνώ, πως οι εκάστοτε αφηγήσεις της ιστορίας της τέχνης και της ιστορίας των πολιτισμών συνοδεύονται από την εξουσία και τις σχέσεις κυριαρχίας που περιλαμβάνονται στα συμφραζόμενα μέσα από τα οποία μιλά ο κάθε φορά αφηγητής. Ναι, έτσι συμβαίνει, ακόμα και στην τέχνη. Έτσι συμβαίνει εν πολλοίς. Όμως, σε τελευταία ανάλυση, κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Γιατί η ίδια η διαδικασία της τέχνης αναγκάζει τον καλλιτέχνη, τον κάθε καλλιτέχνη, όταν βρίσκεται μπροστά στη λευκή σελίδα ή μπροστά στον λευκό καμβά, να δει πέρα από τις κυρίαρχες αφηγήσεις του καιρού του· τον αναγκάζει να οριστεί μέσα στην ιστορία των μορφών. Κι εκεί, τα ψέματα και οι εξουσιαστικές κατασκευές δεν αντέχουν.
Παρ’ ότι λοιπόν η συνθήκη της τέχνης δεν είναι δημοκρατική αλλά αριστοκρατική, όσον αφορά τους δημιουργούς αλλά και όσον αφορά εκείνους που μπορούν να την εισπράξουν –αντίθετα με το πεδίο του πολιτισμού, το οποίο αφορά όλους, γιατί όλοι μετέχουν σε αυτό, όλοι το διαμορφώνουν­–, τελικά στην πόλη των ιδεών και των τεχνών υπάρχει δημοκρατία.
Ένα τελευταίο ερώτημα, γειωμένο τώρα στην πεζογραφία, το οποίο νομίζω ότι συνοψίζει όλα τα προηγούμενα: μπορεί να υπάρξει σημαντική τέχνη, ισότιμη με εκείνη των ανεπτυγμένων δυτικών χωρών, σε χώρες χωρίς κοινωνική και πολιτιστική ανάπτυξη, λόγω δηλαδή της καθυστέρησής τους, που οφείλεται στον εκάστοτε παγκόσμιο καταμερισμό; Σε αυτό το ερώτημα νομίζω πως απαντά η Πάπισσα Ιωάννα του Εμμανουήλ Ροΐδη, ένα από τα κορυφαία ευρωπαϊκά μυθιστορήματα του 19ου αιώνα, που γράφεται εν κενώ, σε μια πολιτιστικά μίζερη, υπανάπτυκτη, αγροτική χώρα. Και είναι παράδειγμα χαρακτηριστικό, γιατί όλοι οι κοινωνιολόγοι της τέχνης συμφωνούν πως το μυθιστόρημα, ως σύνθετο είδος, προϋποθέτει μια καπιταλιστικά ανεπτυγμένη κοινωνία. Η Πάπισσα όμως διαψεύδει αυτή τη βεβαιότητα, όχι μόνο γιατί στέκεται ισότιμα απέναντι στα ευρωπαϊκά μυθιστορήματα του καιρού της, αλλά και γιατί, ήδη το 1866, υπερβαίνει τον μοντερνισμό, εισάγοντας στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία την τεκμηριωτική μεταμυθοπλασία, ένα είδος που μόλις τις τελευταίες δεκαετίες θα καταστεί διακριτό, και θα φωτιστεί μέσα στη μεταμοντέρνα συνθήκη.
Παρ’ όλα αυτά, ακόμα και σήμερα η Πάπισσα δεν έχει βρει τη θέση που της ανήκει στις αφηγήσεις της δυτικής λογοτεχνίας, στον περιβόητο Δυτικό κανόνα, όπως άλλωστε δεν έχει βρει τη θέση της στην ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας. Εδώ έχουμε από τη μια την πολιτισμική ισχύ, κρατών και γλωσσών, αλλά ταυτόχρονα κι έναν δείκτη της ποιότητας του νεοελληνικού πολιτισμού.
Γιατί έφερα όμως το παράδειγμα της Πάπισσας, και μάλιστα σε μια ημερίδα σαν τη σημερινή, όπου το αίτημα της δράσης αιωρείται στην αίθουσα; Μήπως το έκανα για να προτείνω κάποια καμπάνια, ώστε η Πάπισσα να πάρει επιτέλους τη θέση που της αξίζει, ώστε να αποκατασταθεί ο Ροΐδης; Όχι, μια χαρά είναι εκεί που βρίσκεται ο Ροΐδης. Αυτός δεν έπαθε τίποτα – εμείς οι υπόλοιποι πάθαμε.
Δεν ανέφερα το παράδειγμα της Πάπισσας για να κατακεραυνώσω όλους εκείνους, τουλάχιστον τους νεοέλληνες, πεζογράφους, που δεν αντελήφθησαν τι είχε ήδη κάνει στο επίπεδο της μορφής ο Ροΐδης, και ανάλωσαν τον βίο τους κάνοντας πράγματα ήδη ξεπερασμένα, μπαγιάτικα, συνήθως μιμούμενοι την εκάστοτε ευρωπαϊκή πεζογραφική μόδα. Ας πρόσεχαν! Τόσο αυτοί, όσο και οι αναγνώστες που τους διάβαζαν και τους διαβάζουν.    
Ανέφερα το παράδειγμα της Πάπισσας, για να πω ότι το αναπόδραστο της σημερινής νεοελληνικής κρίσης (κάποτε όντως θα ενέσκηπτε, και μάλιστα με ιδιαίτερη ένταση) οφείλεται στο ότι η νεοελληνική κοινωνία πορεύτηκε και πορεύεται με κοσμοείδωλα που δεν αντιστοιχούσαν και δεν αντιστοιχούν στα διακυβεύματα της πραγματικότητας. Εκεί κρίνεται και η πεζογραφία μας, στο αν δηλαδή κατάφερε, διά της μορφής της, να μας δώσει κοσμοείδωλα με τα οποία θα μπορούσαμε, και μπορούμε, να πορευθούμε στην εποχή μας. Πώς το κάνει αυτό η πεζογραφία, όπως και κάθε τέχνη; Το κάνει προσφέροντάς μας τρόπους με τους οποίους συναρθρώνεται ο λόγος με την πραγματικότητα. Αυτοί ακριβώς οι τρόποι είναι η μορφή: ένα αισθητικό πρόταγμα, ένα κοσμοείδωλο. Όλο το ζήτημα και η αξία της τέχνης, μαζί και της θεωρίας της, σε αυτό συνίσταται. Γιαυτό και υποστηρίζω, πως η ανάγνωση της Πάπισσας, δηλαδή η είσπραξη του κοσμοειδώλου που μας παρέχει η μορφή της, ακριβώς επειδή είναι τόσο προωθημένο, και τόσο συμβατό με τη σημερινή εποχή, θα μας βοηθούσε ώστε να δούμε διαφορετικά τη σχέση του φαντασιακού μας με την πραγματικότητα.
Πώς ακριβώς το κάνει αυτό η Πάπισσα; Δυσκολεύομαι να απαντήσω συνοπτικά, και δεόντως εκλαϊκευτικά, για το λόγο ότι, μετά από ενάμισι αιώνα, η νεοελληνική φιλολογία, με τα τόσα πανεπιστημιακά τμήματα φιλολογίας και τις πολλές εκατοντάδες διδάκτορές της, δεν μας έχει δώσει, ακόμα, μία διδακτορική διατριβή για την Πάπισσα.

Χρειάζεται κανείς και άλλα στοιχεία για να κρίνει την ποιότητα του νεοελληνικού πολιτισμού; Δηλαδή, το μάταιο της υπεράσπισής του απέναντι στην κυριαρχία του δυτικού πολιτισμού;

Δημήτρης Α. Φατούρος, Ζευγάρι, 1950, τέμπερα και μολύβι σε χαρτί, 35,5 x 26,5 εκ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: