14/5/17

Η υπονομευμένη επανάσταση

ΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΗΣ ΝΤΑΤΣΗ

Γιάννης Κονταράτος, Χωρίς τίτλο, 2015 - 2016, λάδι σε μουσαμά, 210 x 230 εκ.






ΜΑΡΙΑ ΔΕΛΗΒΟΡΙΑ, Ο Αγώνας του ΄21 και η υπονόμευσή του. Οι σύγχρονες μαρτυρίες και η κρίση του Σολωμού, εκδόσεις Άγρα, σελ. 544

Τα πράγματα μιλούν μόνα τους
ή απαντούν στα ερωτήματα που τους θέτουμε[1]

Η Μαρία Δεληβοριά δεν άφησε τα πράγματα να μιλήσουν μόνα τους∙ έθεσε σε αυτά ερωτήματα, και πήρε απαντήσεις. Απαντήσεις που μας κάνουν να αξιολογήσομε με περίσκεψη τα πράγματα. Όμως για ποιά πράγματα ο λόγος; Ο τίτλος βάζει τα όρια: Ο αγώνας του ΄21 και η υπονόμευσή του. Ο υπότιτλος διευρύνει τα όρια της υπονομευμένης Επανάστασης εντάσσοντας στον ορίζοντα των γεγονότων την κρίση μιας ατομικής συνείδησης: αυτή του Διονυσίου Σολωμού. Το χρονικό τόξο που διανύει η έρευνα εκτείνεται από την έναρξη του Αγώνα το 1821 έως την άφιξη του Ι. Καποδίστρια το 1828.
Βρισκόμαστε λοιπόν δύο αιώνες πίσω, στη δίνη του αγώνα της ελληνικής επανάστασης. Η ιστορική συγκυρία συνοικονομεί γεγονότα ετεροβαρή και ετεροκαθορισμένα. Η μακραίωνη τουρκική κατάκτηση, οι κλέφτες και οι αρματολοί ως εκφάνσεις πρωτόγονης επανάστασης (Ε. Χομπσμπάουμ), η οικονομική δυναμική και η πολιτική εγρήγορση του παροικιακού Ελληνισμού∙ ακόμη, οι Φαναριώτες και η εγχώρια αρχοντία, η εξαθλίωση των χειρωνακτών, οι διαφωτιστικές ιδέες υλοποιημένες ως πολύμορφη συνέργεια στον στόχο της εθνικής απελευθέρωσης και προπάντων οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί των κυρίαρχων κρατών της εποχής συνθέτουν το σκηνικό του δράματος.
Η Δεληβοριά εντοπίζει στις σύγχρονες με τα γεγονότα πηγές, την ιστορική γνώση, δηλαδή τη γνώση του συγκεκριμένου, του μοναδικού, του ανεπανάληπτου∙ αυτή τη γνώση δεν τη μελετά κατά μόνας αλλά στον οργανικό της διάλογο με ένα διαφορετικό σύστημα μνημείωσης, που λειτουργεί ως ώθηση για σταθεροποιητικές δομές, δηλαδή ως σύστημα ποιητικής. Σημειωτέον ότι το υλικό της ιστορικής γνώσης, μνημειώνεται επίσης ποιητικά με άλλα μέσα εργασίας σε ένα άλλο σύστημα σταθεροποιητικών δομών, αυτό της λαϊκής, ποιητικής δημιουργίας.

Πρόκειται για διαδικασία ιστορικής ποιητικής (Ο όρος του παλαιού Al. Veselovski 1838-1906), όπως την πραγμάτωσε μια ατομική συνείδηση, συγκεκριμένα η ποιητική διάνοια του νεαρού Διονυσίου Σολωμού. Τις ανταποκρίσεις αυτού του διαλόγου παρακολουθεί η Δεληβοριά με βαθιά αίσθηση ευθύνης και με οδηγό όχι την αισθητική καταξίωση των γεγονότων και των συμπεριφορών αλλά την εγρήγορση του ποιητή για το ήθος και την έκβαση του αγώνα. Ο Σολωμός όπως και η διζυγωτική φιγούρα του Ανδρέα Κάλβου, και εκείνη του Αδαμαντίου Κοραή, παθαίνονται δραματικά τόσο για την τελεσφόρηση του ένοπλου αγώνα όσο και για την πολιτική του καταξίωση δηλαδή τη συγκρότηση ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους. Ο καθένας με την ανιδιοτέλεια της δικής του γλώσσας.
 Τίθεται ωστόσο και το συναφές ερώτημα: σε ποιά κατάσταση αυθαιρετότητας βρίσκεται η ποιητική συγγραφή με την πραγματικότητα καθεαυτή; Πρόκειται για ένα πολύ παλαιό ερώτημα που μας ανάγει στον ολοφραστικό λόγο και στη σχέση του άναρθρου ή πλήρους νοήματος, απλού ή σύνθετου, φωνήματος με ό,τι κατονομάζει ή εκφράζει∙ δηλαδή για την αφαιρετική-γενικευτική διαδικασία που οριστικοποιείται με τη χρήση συμβόλων. Το λεκτικό ολοκλήρωμα -σημείο ή σημείωσις κατά τον πρωτοπόρο μελετητή του αρθρωμένου λόγου, C. S. Peirce- έχει τριμερή δομή, από τα δομικά στοιχεία του οποίου, μόνο το τελευταίο, το σύμβολο, έχει αυθαίρετη σχέση με την πραγματικότητα∙ τα άλλα δύο μέρη, η δείξη και η εικόνα,[2] έχουν άμεση, αν και διαφοροποιημένη κατά περίσταση, σχέση με τη βιωματική πραγματικότητα∙ είναι με άλλα λόγια η σκιά των πραγμάτων.
Τα ερωτήματα της Δεληβοριά απευθύνονται στα ίδια τα πράγματα και στις σκιές τους. Για ποιά πράγματα όμως πρόκειται; Και πώς διαλέγεται ο Σολωμός μαζί τους; Εμείς γνωρίζομε ότι από το 1818 έως το 1828 βρίσκεται στη γενέτειρα Ζάκυνθο. Εκεί βιώνει τον αυταρχισμό της Αγγλικής Προστασίας, αγανακτεί με την απάνθρωπη αποπομπή των προσφύγων γυναικών του Μοριά από τον Μαίτλαντ, πληροφορείται την πώληση της Πάργας, βλέπει τις Μεσολογγίτισσες να ψωμοζητούν, διαβάζει τις εφημερίδες, ενημερώνεται για τις προθέσεις, τις ιδιοτέλειες, τις νίκες και τις ήττες των εξεγερμένων. Στη Ζάκυνθο διαπιστώνει και κάτι άλλο, την πρωτοβάθμια άρνηση του αγώνα: η Γυναίκα της Ζάκυθος αποστρέφεται τις Μεσολογγίτισσες, τους κλείνει κατάμουτρα την πόρτα. Πρόκειται για παρόμοια συμπεριφορά που κράτησαν στη μνήμη τους οι Έλληνες πρόσφυγες του Ρωσικού Πόντου και της Μικράς Ασίας.
Όμως τα ιστορικά συμφραζόμενα είναι διαφορετικά. Η γυναίκα της Ζακυθος δεν είναι η κακή μητριά που ζητά δικαίωση κάλλους από τον καθρέφτη ούτε η γριά μάγισσα που ρίχνει πίσω στην πλάτης της τα σακουλιασμένα βυζιά της όπως στα μαγικά παραμύθια, ούτε η ανασφαλής νοικοκυρά του 1922 που αποκαλεί την πρόσφυγα: πρόσφηγγα. Ο ποιητής θέλει την ανώνυμη Γυναίκα συνειδητό φορέα της άρνησης της Επανάστασης: «Και τί σας έλειπε και τι κακό είδετε από τον Τούρκο; ...» [σ. 103] καθώς και: «Καλή μα την αλήθεια. Αύριο πέφτει το Μεσολόγγι βάνουνε σε τάξη την Ελλάδα τη ζουρλή οι βασιλιάδες, εις τους οποίους έχω όλες μου τες ελπίδες.» [σ. 417].  Ασφαλώς και δεν πρόκειται για αυθόρμητη, πρωτοβάθμια άρνηση αλλά για άρνηση με πολιτικές συνδηλώσεις: δεν αναγνωρίζει το δίκαιο της εξέγερσης και προσδοκά την εμπλοκή των ευρωπαίων βασιλιάδων στα πράγματα της ζουρλής Ελλάδας. Η ζουρλή Ελλάδα και οι συνετοί Ευρωπαίοι.
Οι εμβληματικές, από την Γυναίκα της Ζάκυθος, επιγραφές των κεφαλαίων του βιβλίου, λειτουργούν και ως ερωτήματα που θέτει η ίδια η συγγραφέας στα γεγονότα∙ είναι ερωτήματα που δηλώνουν τη δική της εγρήγορση και βούληση να καταυγάσει τις υπονοούμενες σημασίες που υπαινίσσεται ο ποιητής, να φωτίσει τις σκιές και τα απόσκια των επίσημων και ανεπίσημων πηγών, να μας υποδείξει, εκτός από τις βεβαιωμένες, την ύπαρξη και άλλων αληθειών: τις δικαιωμένες από την ιστορική πραγματικότητα αλήθειες του ποιητή.
Το κρίσιμο ερώτημα: τι κακό είδετε από τον Τούρκο; μας παραπέμπει στα επιχειρήματα των εχθρών της Επανάστασης, και αμεσότερα στο περιβάλλον μιας ημιαλφάβητης γυναίκας που έχει συλλάβει και ενστερνιστεί το μήνυμα αυτών που ξέρουν γράμματα, και πρώτα από όλα το πλέον οικείο: το κήρυγμα της χριστιανικής Εκκλησίας. Ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα το λαϊκό κήρυγμα προσπαθούσε να πείσει τους υπόδουλους Έλληνες ότι, όχι μόνο: Δεν είστενε Ελληνες αλλά χριστιανοί, αλλά και ότι ο Θεός ήξευρε πως τα άλλα ρηγάτα μας βλάπτουν εις την πίστην και ο Τούρκος δεν μας βλάπτει ... και δια να μην κολασθούμεν το έδωκε του Τούρκου και τον έχει ο Θεός τον Τούρκον ωσάν σκύλον να μας φυλάει.
 Ο λόγος του λαϊκού κηρύγματος, απόηχος της Πατρικής Διδασκαλίας ανακαλεί και την χαιρέκακη ανακούφιση της Εκκλησίας στο άκουσμα του μαρτυρικού θανάτου του Ρήγα Φεραίου: «Η Θεία Πρόνοια ηλέησε το γένος των χριστιανών και προτού να διαδοθούν εις τον Κόσμον εκείνα τα κακέμφατα ρόπαλα , έκαμε και εφανερώθη η αντίθεος αύτη σκευωρία και παρεδόθησαν εις το πυρ∙ και οι κατά των ιδίων δεσποτών την καινήν και κοινήν ευτρεπίσαντες μάχαιραν, μάχαιραν εύρον μισθόν του παραλόγου ζήλου αυτών».[3]
Όμως βρισκόμαστε στον Μάρτη του 1821∙ «τα κακέμφατα ρόπαλα» έγιναν πραγματικά ρόπαλα πολέμου : «Ερωτούσαν τότε οι απλοί Έλληνες ο ένας τον άλλον: τί εμαζώχθημεν εδώ και τι θα κάμωμεν. Οι δε καπεταναίοι τους έλεγαν ότι εμαζώχθημεν να σκοτώσωμεν τους Τούρκους δια να ελευθερωθώμεν».[4]  Έτσι απλά και κατανοητά. Η Επανάσταση είναι πια πραγματικότητα.
Η Δεληβοριά χωρίς να αποκλίνει από τη σταθερά της ιστορικής ποιητικής, «Ο Σολωμός βιώνοντας άμεσα το δράμα της ιστορίας επιχειρεί να το μετουσιώσει μέσα από την τέχνη του, σε βίωμα εσαεί αποκαθιστώντας τη διαχρονική δυναμική του», [σ. 284], συνθέτει το δομικό σχήμα της υπονόμευσης του Αγώνα επικεντρώνοντας την έρευνά της όχι στις νίκες αλλά στις ήττες των επαναστατημένων Ελλήνων: «αναφέρομαι» γράφει «κυρίως στις ήττες και στις αιτίες όπως προκύπτουν, της υποχώρησης και της κάμψης της νικηφόρας αρχικά επανάστασης∙ στα γεγονότα δηλαδή που επέδρασαν άμεσα ή έμμεσα στην έκβαση του Αγώνα» (σ. 20). Είναι το στίγμα της συγγραφής της, που διαλέγεται πολυεπίπεδα με την εναγώνια εγρήγορση του Σολωμού για το ήθος και την έκβαση του Αγώνα.
Παρακολουθούμε μαζί της τα μέτωπα των χαμένων μαχών, του Μάταια Νικηφόρου Αγώνα, και την πολιτική τους διαχείριση. Πρωταγωνιστές: οι Φαναριώτες, οι κοτζαμπάσηδες, οι νησιώτες πρόκριτοι, συσπειρωμένοι δίκην φυσικών κληρονόμων του Ελληνικού παρελθόντος, ενεργούν ως νόμιμοι διαχειριστές του παρόντος και του μέλλοντος. Από την άλλη μεριά, κάτω από το ανεξαγόραστο «Ορκίζομαι εις Σε, ώ Ιερά και τρισάθλια Πατρίς... και εις την μέλλουσαν Ελευθερία των ομογενών μου» του Όρκου των Φιλικών, συσπειρωμένοι οι αναλφάβητοι στην πλειονότητά τους οπλαρχηγοί και αγωνιστές. Με την οργανωτική εμπειρία του Δημ. Υψηλάντη και το στρατηγικό φρόνημα των Ανδρούτσου, Κολοκοτρώνη, Καραϊσκάκη, βρίσκονται αντιμέτωποι με τη διπλωματική πολυγλωσσία του Αλ. Μαυροκορδάτου, την εχθρότητα και την απληστία του Κωλέτη, τις ιδιοτέλειες και τους ανταγωνισμούς των κοτζαμπάσηδων και των προκρίτων, και προπάντων με την δραματική εμπλοκή των ξένων στη διαχείριση της επαναστατικής πράξης.
 Και ασφαλώς με δεδομένες τις εγγενείς παθογένειες της δικής τους μεριάς όπως ήταν: οι οργανωτικές ανεπάρκειες ενός μη τακτικού, ενιαίου στρατού∙ η τοπικότητα ως περιστασιακή δεσπόζουσα των στρατηγικών επιλογών των οπλαρχηγών∙ οι ευάλωτοι προς εξαγορά με αργύρια και εκμαυλισμό με αξιώματα δικοί τους, παθογένεια που χειρίστηκε καταλυτικά η παράταξη των πολιτικών: «Αδελφέ» γράφει ο Ι. Κωλέτης στους Ρουμελιώτες το 1825, «οι Μοραϊτες λύσσαξαν από τα πολλά πλούτη που άρπαξαν από τους Τούρκους της Τριπολιτσάς, τ’ Αναπλιού .... και σεις τρέχετε αυτού χωρίς ψωμί, χωρίς τσαρούχι ...Τώρα άνοιξαν για σας δύο βρυσομάνες για να πλουτίσετε, οι λίρες του δανείου και τα πλούσια πλιάτσικα του Μοριά. Τί άλλο θέλετε;» Όχι το: Ορκίζομαι εις Σε ώ Ιερά και τρισάθλια πατρίς αλλά ο «αργυρόηχος ίλιγγος» του κέρδους. Ώς πότε;
Η Δεληβοριά επιμένει στο διάλογο με τις απωθημένες από την ιστορική έρευνα σκιές των πραγμάτων: αναμοχλεύει τους μηχανισμούς επικράτησης των πολιτικών, σκύβει στις αναίτιες ήττες, παρακολουθεί τις υπονομευτικές αντενέργειες της ελεγχόμενης από τον Αλ. Μαυροκορδάτο Διοίκησης∙ ελέγχει την άρνηση οργάνωσης τακτικού στρατού παρά τη διαπίστωση ότι «ο πόλεμος δεν είναι δυνατόν να γίνει με μόνα τα άτακτα Σώματα» [σ. 230]∙ επιμένει στη διερεύνηση των ευθυνών της Διοίκησης για το Μεσολόγγι, αντιληπτές και από τον Ιμπραήμ (σ. 389)∙ παρακολουθεί τους δύο εμφυλίους, τις δολοφονίες (Οδ. Ανδρούτσου) τις φυλακίσεις και τους εξευτελισμούς των οπλαρχηγών (Κολοκοτρώνης, Καραϊσκάκης), με αποκορύφωμα το αίτημα Προστασίας στην Αγγλία∙ και όλα τα τραγικά συμβάντα με τη συνενοχή των Προστατών: «Όλοι εχάρησαν εδώ ακούσαντες τον θάνατον του υιού Κολοκοτρώνη , και είπαν η Ελλάς έχει τώρα Διοίκησιν», γράφει ο Ορλάνδος από το Λονδίνο στους αδερφούς Κουντουριώτη το 1825.
 Ο Σολωμός όπως και ο Κάλβος προσλαμβάνουν το ειδικό βάρος των αντενεργειών των υπονομευτών του Αγώνα, και ως ιστορική γνώση με όρους ιστορικής ποιητικής την εντάσσουν συμβολοποιημένη ως Διχόνοια στις δομές της ποιητικής τους. Ο Κάλβος, με την ιδιότυπα καθαρμένη γλώσσα της δικής του ποιητικής διάνοιας και ο Σολωμός με την μητρική του, τη γλώσσα της αγράμματης μάνας του, που ήταν και η γλώσσα του λαού που πολεμούσε για την εθνική του ανεξαρτησία. Ο ποιητής πιστεύει και διακηρύσσει: «διδάσκαλος των λέξεων είναι ο λαός» και ο Σοφολογιώτατος απαντά: «για να γράφουμε με τα λόγια του λαού πρέπει και με τους στοχασμούς του λαού να συλλογιζώμασθε»∙ και η λελογισμένη απόκριση του ποιητή: «Ο Κονδιλλιάκ είχε πει πως η λέξη είναι το σημείο της ιδέας∙ δεν εφαντάστηκε όμως ποτέ πώς όσοι έχουν τες ίδιες λέξεις έχουν τους ίδιους στοχασμούς». Πρόκειται για μια αγκύλωση του διαφωτισμού που αρνήθηκε στα υποτελή κοινωνικά στρώματα οποιασδήποτε μορφής πολιτισμικές αξίες. Το πρόταγμα της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης των λαών, εμπόδισε τον κριτικό λόγο να δει αυτό που είδε ο Ρομαντισμός.
 Ο Σολωμός όμως αναγνώριζε στη λαϊκή ποιητική παράδοση και ποιητική τεχνογνωσία και πλούτο αισθημάτων και νοημάτων. Με το έργο του, κορυφαίο δείγμα ιστορικής ποιητικής, απέδειξε ότι οι λέξεις, και μάλιστα ως μέσα εργασίας της ποιητικής γλώσσας παραμένουν ένα αδρανές υλικό έως ότου τις φορτίσουν με νοηματικά βάθη και αισθητική δυναμική οι έμπλεοι, όπως εκείνος, ένθεης μέθης. Η Μαρία Δεληβοριά ακροάστηκε και κατέγραψε τον διάλογο του ποιητή με τα πράγματα∙ με την δυναμική του βιβλίου της μας προτρέπει να συλλογιστούμε το παρόν στη σκιά της Υπονομευμένης Επανάστασης.

Η Ευαγγελή Ντάτση ήταν καθηγήτρια στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων


[1] Ο όρος ως γενίκευση της έννοιας μαρτυρίες καλύπτει το εύρος του ερευνητικού εγχειρήματος της συγγραφέως που γνωρίζει ότι « ‘Έχει το δικαίωμα να διακρίνει ένα πρόβλημα εκεί όπου ένας δικαστής θα αποφάσιζε το ‘’πέρας της διαδικασίας’’». Βλ. Carlo Ginzburg Ο δικαστής και ο ιστορικός. Σκέψεις στο περιθώριο της δίκης Σοφρι. [μετφ.Χ. Σαρλικιώτη ] «Νεφέλη» 2003, σ.27
[2] Βλ. Daniel Chandler, Basics Semiotics «Routledge» London 2007 (2η), σ. 36. Βλ. και Α.φ. Χρηστίδης, Ιστορία της Ελληνικής γλώσσας: από τις αρχές έως την Ύστερη Αρχαιότητα. Θεσσαλονίκη 2001
[3] Κουμαριανού Αικ. «Ο Νέος Ραψάκης» Ο Ερανιστής 6(1968), ό.π., σ. 12
[4] Απομνημονεύματα περί της Ελληνικής Επαναστάσεως. Υπό Φωτάκου, Πρώτου Υπασπιστού του Θεοδώρου Κολοκοτρώνου. Αθήνησι, Τύποις και Βιβλιοπωλείω Π.Δ. Σακελλαρίου 1858, σ. 29

Δεν υπάρχουν σχόλια: